- εριουργία
- η1. βιομηχανία επεξεργασίας μαλλιών.2. παραγωγή μάλλινων κλωστών, υφασμάτων, χαλιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐριουργία — ἐριουργίᾱ , ἐριουργία wool working fem nom/voc/acc dual ἐριουργίᾱ , ἐριουργία wool working fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εριουργία — η (AM ἐριουργία) [εριουργός] νεοελλ. βιομηχανία κατεργασίας τού ερίου για παραγωγή μάλλινων υφασμάτων ή ειδών πλεκτικής ή ταπήτων αρχ. η κατεργασία τού ερίου … Dictionary of Greek
ἐριουργίας — ἐριουργίᾱς , ἐριουργία wool working fem acc pl ἐριουργίᾱς , ἐριουργία wool working fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριουργίαν — ἐριουργίᾱν , ἐριουργία wool working fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εριουργικός — ή, ό (ΑΜ ἐριουργικός, ή, όν) [εριουργία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εριουργία, ο χρήσιμος στην εριουργία νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η εριουργική η εριουργία … Dictionary of Greek
μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… … Dictionary of Greek
ξάνησις — ξάνησις, ἡ (Α) [ξανώ] κούραση τών χεριών από την εριουργία, από το γνέσιμο … Dictionary of Greek
παραφίνωση — Κατά την παρασκευή των νημάτων για την υφαντουργία και την εριουργία, είναι γενικά απαραίτητο να εναποτεθεί στην επιφάνεια του νήματος ένα ελαφρότατο στρώμα παραφίνης, για να στιλβωθούν και να προσκολληθούν οι ίνες στο νήμα, ώστε να λιπανθεί και… … Dictionary of Greek
πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… … Dictionary of Greek
φιλέριθος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που αγαπά την εριουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἔριθος (ἡ) «κλώστρια, υφάντρια» (πρβλ. συν έριθος)] … Dictionary of Greek